- δράγματα
- δράγμαhandfulneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PRAEMETIUM — Festo, quod praelibatiois causâante praemetitur: in Glossis, Praemetivum, ἡ πρὸ θερισμοῦ Δημήτρας ςθυσία, sacrificium ante messem Cereri fieri solitum, ἱερὰ δράγματα Callimacho, ubi de praemetivis illis frugum, quae ab Hyperboreis Apollini Delio… … Hofmann J. Lexicon universale
επήτριμος — ἐπήτριμος, ον (Α) 1. ο πυκνοϋφασμένος 2. γεν. πυκνός, ο ένας κοντά στον άλλο, αλλεπάλληλος («δράγματα ἐπήτριμα πῑπτον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ήτριον «στημόνι» + επίθημα ιμος] … Dictionary of Greek
καλαμόσχοινο — το σχοινί με το οποίο δένονται τα δράγματα, δηλ. τα δεμάτια τών σταχιών, το δεματικό … Dictionary of Greek
μοργεύω — (Α) [μόργος] μεταφέρω δράγματα, δεμάτια, με άμαξα καλυμμένη με δικτυωτό περίφραγμα το οποίο ονομαζόταν μόργος* … Dictionary of Greek
όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… … Dictionary of Greek